Του Κώστα Γιαννιώτη
Ακούστε κ. Παυλόπουλε!
Κάποιοι σας τοποθέτησαν στην καρέκλα που κάθεστε, για να έχουν το.... ‘’ανώτατο’’ άλλοθι και τις υπογραφές σας, για τα εγκλήματα που είχαν αποφασίσει να διαπράξουν σε βάρους αυτού του δύσμοιρου λαού. Κι αυτό το ονομάσατε δημοκρατία.
Από την ημέρα εκείνη τα αυτιά σας έκλεισαν, για να μην ενοχλούνται από τις οιμωγές και τους βόγκους ενός ολόκληρου λαού, που εξαθλιωνόταν –και συνεχίζει να εξαθλιώνεται, μέρα με τη μέρα– λίγο πιο έξω από το πολυτελές σας μέγαρο.
Από την ημέρα εκείνη κλείσατε τα μάτια, για να μη βλέπετε τα νιάτα της χώρας μας να παίρνουν ένα δισάκι στον ώμο, σε αναζήτηση στέγης, τροφής και κοινωνικών παροχών, στα πέρατα του κόσμου και τα σκλαβοπάζαρά του, την ώρα που η δική μας (σας;) χώρα ερημώνεται!
Για βάλτε λίγο τη μνήμη σας να δουλέψει!
Από την ώρα που δώσατε τον όρκο σας για προστασία του πολιτεύματος (ενός πολιτεύματος που οριοθετήθηκε από ένα σύνταγμα, στη σύνταξη του οποίου συμβάλατε) πάθατε αμνησία και.... ‘’δεν αντιληφθήκατε’’ την καταπάτηση και το βιασμό κάθε άρθρου του, που είχε σχέση με τα δικαιώματα αυτού του λαού.
Προβάλατε και συνεχίζετε να προβάλλετε σαν ύψιστο καθήκον σας την προστασία της ακεραιότητας της Ε.Ε και τη σωτηρία του ευρώ, ξεχνώντας πως εκπροσωπείτε τον ελληνικό λαό -κατά τα λεγόμενα κάποιων- και όχι το γερμανικό ή την COMMISSION!
Πολλά θα μπορούσα να σας υπενθυμίσω, αλλά θα αρκεστώ σε αυτά τα ολίγα.
Αμνήμων μπορείτε να είστε όσο θέλετε!
Άλλωστε όλοι όσοι πέρασαν από το σημερινό σας θώκο, το ίδιο με σας, αμνήμονες ήταν!
Εκείνο όμως που δεν ανέχομαι είναι το να βιάζετε τις μνήμες, και τις παρακαταθήκες που μας εμπιστεύτηκαν οι ποιητές, και να το κάνετε στο όνομα -τάχα– του ελληνικού λαού!
Γιατί δεν μπορεί ένας αμνήμων να περιδιαβαίνει στα κατώφλια της μνήμης και στα όνειρα των ποιητών αυτού του λαού, ανεξέλεγκτα και ατιμωρητί, βάφοντας με δικές του μπογιές τις μεγαλειώδεις και ανεξίτηλες ιστορικές εικόνες τους, που τις άφησαν παρακαταθήκη αυτού του λαού!
Τολμήσατε όχι να παραφράσετε, αλλά να μεταλλάξετε, με βίαιη επέμβαση, τα λόγια του ποιητή ΜΑΣ (όχι, σας) Οδ. Ελύτη, προσφωνώντας τον πλανητάρχη ΣΑΣ, λέγοντας..... ‘’σας παρακαλούμε, μη λησμονάτε τη χώρα μου’’!!!
Όταν το ξεστομίσατε άκουσα τριγμούς! Ήταν τα κόκαλα του ΠΟΙΗΤΗ, ίσως και τα δόντια του που έτριζαν!
Γιατί ο ίδιος όταν έγραφε αυτούς τους στίχους δεν τους απηύθυνε σε κανένα καίσαρα, σε κανένα πλανητάρχη, εν είδει επαίτη!
Τους απηύθυνε στο νοητό ήλιο της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ και στη μυρσίνη τη ΔΟΞΑΣΤΙΚΗ! Στον ήλιο που, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, γνώριζε ότι πηγάζει μέσα από τα σπλάχνα και τη δύναμη του λαού, και στη μυρσίνη που στολίζει ακόμα την κόμη τόσων και τόσων επωνύμων και ανωνύμων ηρώων αυτού του τόπου!
Εσείς προφέρατε τους στίχους ικετεύοντας και ζητώντας έλεος από τους καίσαρες, για να περισώσουν αυτό στο οποίο πιστεύετε και το οποίο υπηρετείτε -κατά δική σας ομολογία- το ευρώ σας και την Ε.Ε.
Ο ποιητής, στη θέση σας, για προσφώνηση θα έλεγε αυτά που γράφει στον Ψαλμό Ζ΄του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ :
Ήρθαν ντυμένοι ‘’φίλοι’’
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Γι` αυτό την ώρα που προσφωνούσατε και ικετεύατε τον καίσαρά σας, άκουσα τον ποιητή να ανακράζει...
‘’ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΟΣ, εις τους αιώνες...! ‘’.
Ακούστε κ. Παυλόπουλε!
Κάποιοι σας τοποθέτησαν στην καρέκλα που κάθεστε, για να έχουν το.... ‘’ανώτατο’’ άλλοθι και τις υπογραφές σας, για τα εγκλήματα που είχαν αποφασίσει να διαπράξουν σε βάρους αυτού του δύσμοιρου λαού. Κι αυτό το ονομάσατε δημοκρατία.
Από την ημέρα εκείνη τα αυτιά σας έκλεισαν, για να μην ενοχλούνται από τις οιμωγές και τους βόγκους ενός ολόκληρου λαού, που εξαθλιωνόταν –και συνεχίζει να εξαθλιώνεται, μέρα με τη μέρα– λίγο πιο έξω από το πολυτελές σας μέγαρο.
Από την ημέρα εκείνη κλείσατε τα μάτια, για να μη βλέπετε τα νιάτα της χώρας μας να παίρνουν ένα δισάκι στον ώμο, σε αναζήτηση στέγης, τροφής και κοινωνικών παροχών, στα πέρατα του κόσμου και τα σκλαβοπάζαρά του, την ώρα που η δική μας (σας;) χώρα ερημώνεται!
Για βάλτε λίγο τη μνήμη σας να δουλέψει!
Από την ώρα που δώσατε τον όρκο σας για προστασία του πολιτεύματος (ενός πολιτεύματος που οριοθετήθηκε από ένα σύνταγμα, στη σύνταξη του οποίου συμβάλατε) πάθατε αμνησία και.... ‘’δεν αντιληφθήκατε’’ την καταπάτηση και το βιασμό κάθε άρθρου του, που είχε σχέση με τα δικαιώματα αυτού του λαού.
Προβάλατε και συνεχίζετε να προβάλλετε σαν ύψιστο καθήκον σας την προστασία της ακεραιότητας της Ε.Ε και τη σωτηρία του ευρώ, ξεχνώντας πως εκπροσωπείτε τον ελληνικό λαό -κατά τα λεγόμενα κάποιων- και όχι το γερμανικό ή την COMMISSION!
Πολλά θα μπορούσα να σας υπενθυμίσω, αλλά θα αρκεστώ σε αυτά τα ολίγα.
Αμνήμων μπορείτε να είστε όσο θέλετε!
Άλλωστε όλοι όσοι πέρασαν από το σημερινό σας θώκο, το ίδιο με σας, αμνήμονες ήταν!
Εκείνο όμως που δεν ανέχομαι είναι το να βιάζετε τις μνήμες, και τις παρακαταθήκες που μας εμπιστεύτηκαν οι ποιητές, και να το κάνετε στο όνομα -τάχα– του ελληνικού λαού!
Γιατί δεν μπορεί ένας αμνήμων να περιδιαβαίνει στα κατώφλια της μνήμης και στα όνειρα των ποιητών αυτού του λαού, ανεξέλεγκτα και ατιμωρητί, βάφοντας με δικές του μπογιές τις μεγαλειώδεις και ανεξίτηλες ιστορικές εικόνες τους, που τις άφησαν παρακαταθήκη αυτού του λαού!
Τολμήσατε όχι να παραφράσετε, αλλά να μεταλλάξετε, με βίαιη επέμβαση, τα λόγια του ποιητή ΜΑΣ (όχι, σας) Οδ. Ελύτη, προσφωνώντας τον πλανητάρχη ΣΑΣ, λέγοντας..... ‘’σας παρακαλούμε, μη λησμονάτε τη χώρα μου’’!!!
Όταν το ξεστομίσατε άκουσα τριγμούς! Ήταν τα κόκαλα του ΠΟΙΗΤΗ, ίσως και τα δόντια του που έτριζαν!
Γιατί ο ίδιος όταν έγραφε αυτούς τους στίχους δεν τους απηύθυνε σε κανένα καίσαρα, σε κανένα πλανητάρχη, εν είδει επαίτη!
Τους απηύθυνε στο νοητό ήλιο της ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ και στη μυρσίνη τη ΔΟΞΑΣΤΙΚΗ! Στον ήλιο που, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, γνώριζε ότι πηγάζει μέσα από τα σπλάχνα και τη δύναμη του λαού, και στη μυρσίνη που στολίζει ακόμα την κόμη τόσων και τόσων επωνύμων και ανωνύμων ηρώων αυτού του τόπου!
Εσείς προφέρατε τους στίχους ικετεύοντας και ζητώντας έλεος από τους καίσαρες, για να περισώσουν αυτό στο οποίο πιστεύετε και το οποίο υπηρετείτε -κατά δική σας ομολογία- το ευρώ σας και την Ε.Ε.
Ο ποιητής, στη θέση σας, για προσφώνηση θα έλεγε αυτά που γράφει στον Ψαλμό Ζ΄του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ :
Ήρθαν ντυμένοι ‘’φίλοι’’
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.
Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Γι` αυτό την ώρα που προσφωνούσατε και ικετεύατε τον καίσαρά σας, άκουσα τον ποιητή να ανακράζει...
‘’ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΟΣ, εις τους αιώνες...! ‘’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου