Της Αναστασίας Βούλγαρη
«Το Πολυτεχνείο», γράφει ο Μίκης Θεοδωράκης,[1] «ήταν μια
αστραπή στη μέση της χουντικής νύχτας. Με το εκτυφλωτικό φως του φώτισε,
μαστίγωσε, συγκλόνισε τις συνειδήσεις. Η σπίθα του άναψε τη βάτο της εθνικής
συνείδησης. Η φωτιά απλώθηκε, γιγαντώθηκε, έγινε πυρκαγιά κι έκαψε τη χούντα».
«Η μαζική αντίσταση», συνεχίζει το κείμενο του Μίκη, «γεννήθηκε μέσα στο ίδιο
το μέτωπο της ζωής και ειδικά στους φοιτητικούς χώρους. Η Νομική Σχολή και το
Πολυτεχνείο ήταν τα αποκορυφώματα αυτής της νέας αγωνιστικής τακτικής».
Το Πολυτεχνείο, σε αντίθεση με τις αντιδικτατορικές δυνάμεις
της εποχής, οραματίστηκε την αλλαγή έξω από το σύστημα. Τα αιτήματα των
φοιτητών έγιναν γρήγορα αιτήματα όλου του λαού: εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική
δικαιοσύνη, ψωμί, παιδεία, ελευθερία, σοσιαλισμός.
Οι φοιτητές, ως πρωτοπορία, «εγκαινίασαν και εφάρμοσαν μέσα
στη ζωή την αντίσταση της πράξης . Όταν βρέθηκαν κλεισμένοι όλοι μαζί μέσα στο
Πολυτεχνείο, τότε λειτούργησαν ως γνήσιοι εκπρόσωποι του λαού και βάλθηκαν να
ιεραρχήσουν και να προβάλουν τα ιδανικά του». (Μ. Θεοδωράκης).
Η ιστορική συγκυρία, όμως, δεν ευνόησε την εξέγερση του
Πολυτεχνείου. Η Αντίσταση είχε προσπεράσει προ πολλού τη στιγμή που θα
γενίκευσε τον ξεσηκωμό του λαού και θα επέβαλλε μια λαϊκή κυβέρνηση. Έτσι το
Πολυτεχνείο έμεινε στην εκκίνηση του αγώνα.
Το Πολυτεχνείο ήταν «το απόλυτο κατώφλι ελευθερίας» πριν το
τανκ παραβιάσει την πύλη του Πολυτεχνείου και το σύστημα, λίγο αργότερα, δώσει
τη σκυτάλη στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, για ένα «ομαλό» πέρασμα από τη
χούντα στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που ανέκοψε την επαναστατική
ορμή της νεολαίας και τοποθέτησε τον λαό στη θέση του εφησυχασμένου πλήθους.
Η γενιά του Πολυτεχνείου δεν κυβέρνησε ποτέ. Απεσύρθη
προδομένη από την επαναστατική δράση μετά την τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια
για την ενότητα της αριστεράς, καθορίζοντας, όμως, σιωπηλά τις μετέπειτα
εξελίξεις.
Τα βασικά συνθήματα της εξέγερσης Εθνική Ανεξαρτησία,
Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, έγιναν το εργαλείο στα χέρια του συστήματος με το οποίο
παραπλάνησε την κοινωνία, ώστε εκείνη να αποδεχθεί ως προοδευτικές τις αστικές
κυβερνήσεις που ακολούθησαν και να σωπάσει, καθώς νόμιζε ότι τα αιτήματά της
για μια πατρίδα ανεξάρτητη, για αξιοπρεπή εργασία, δημοκρατική παιδεία και
καθολική ελευθερία είχαν υλοποιηθεί.
Ώσπου τα συνθήματα του Πολυτεχνείου ξαναβγήκαν στους δρόμους
το 2011. Σαν να ήθελε ο ελληνικός λαός, ο οποίος, αίφνης, είχε ξυπνήσει από τον
λήθαργο, να ενώσει το νήμα με τη γενιά που «έκαψε τη χούντα» και να επαναφέρει
στο προσκήνιο το διαχρονικό αίτημα του έθνους για ανεξαρτησία.
Το Πολυτεχνείο ήταν το μετέωρο βήμα στο μέλλον. Ό,τι
μεσολάβησε από τότε μέχρι σήμερα ήταν το μεσοδιάστημα. Κάποτε το βήμα θα
πατήσει πάνω στη γη σταθερά…
Η ελληνική νεολαία του 1973 σήκωσε στους ώμους της την
αξιοπρέπεια του έθνους. Απεκατέστησε την Αντίσταση και ανύψωσε την Ελλάδα στη
συνείδηση της ανθρωπότητας. Απέδειξε ότι όταν ο λαός πιστέψει στον εαυτό του
και ενωθεί είναι ικανός να διαμορφώσει τις ιστορικές εξελίξεις, σε αντίθεση με
τις δυνάμεις που τον θέλουν εγκλωβισμένο στις δικές τους «γραμμές» και
σκοπιμότητες.
Το Πολυτεχνείο είναι ολοζώντανο και μας οδηγεί. Είναι ένας
ακόμη κύκλος που δεν έκλεισε. Η ιστορία όμως δεν αφήνει κενά. Αν το Πολυτεχνείο
του 1973 δεν μπόρεσε να βαδίσει στον δρόμο που το ίδιο χάραζε, αν το λαϊκό
κίνημα του 2011-2012 υποχώρησε προδομένο, το μέλλον θα φέρει κάποιο άλλο
«Πολυτεχνείο» να συνεχίσει την πορεία προς την απελευθέρωση του ανθρώπου.
Το Πολυτεχνείο μάς καλεί να σπάσουμε τον φόβο, να πιστέψουμε
στους εαυτούς μας και να ενωθούμε όλοι μαζί στον αγώνα για την ελευθερία.
Το Πολυτεχνείο παραμένει η απάντηση της ελληνικής νεολαίας
στους τυράννους: Είμαστε ελεύθεροι!
Τα μεγάφωνα του Πολυτεχνείου έπαιζαν τα απαγορευμένα τραγούδια
του Μίκη. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Πολυτεχνείου οι φοιτητές τραγουδούσαν:
Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή.
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτ’ ανδρειωμένη
Χαίρε ω χαίρε, Ελευθεριά!
[1] Πού να βρω την ψυχή μου, Τόμος Ιδέες, Εκδ. Α.Α. Λιβάνη,
Αθήνα 2003, σ. 63.
* Ο τίτλος δανεισμένος από φράση μέσα στο βιβλίο του Ανδρέα
Μαράτου Ουτοπία στο σώμα της πόλης, ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η
εποχή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου