Του Χριστόφορου Παπαδάκη |
Ανέμελα χρόνια. Και τώρα με τις δικές μας οικογένειες, τα δικά μας παιδιά, να πρέπει να τους πούμε τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται σε έναν κόσμο που έχει καταντήσει, όλα να επιτρέπονται και όλα να απαγορεύονται...
Τα χωριά μας σήμερα έχουν ερημώσει. Κάθε φορά που θα ανοίξουμε συζήτηση για την αναγέννηση της υπαίθρου, για την ελπίδα να ξαναπάρει μπρος η μηχανή της αγροτικής παραγωγής και όλα αυτά που τα κουβεντιάζαμε πάρα πολύ, ομολογουμένως, κατά την..."Πρώτη Φορά Αριστερά", ο πατέρας ενοχλείται. "Έχουμε τελειώσει. Αλλαγή θέματος", λέει...
Μεγαλώσαμε που λες κι εμείς. Και δεν μας παίρνει πλέον, ούτε να βουλιάζουμε στην κατάθλιψη και την παραίτηση, αλλά ούτε και να αεροβατούμε. Αλλά με ενοχλεί βαθύτατα, προσωπικά, αυτό που λέει και ο πατέρας, αυτό που λένε κυρίως οι ηλικιωμένοι άνθρωποι. "Εμείς προλάβαμε και ζήσαμε και κάποια ωραία χρόνια. Τα κοπέλια μας όμως";
Ναι. Τα "ωραία χρόνια", μπορεί κανείς να τα αναζητήσει πηγαίνοντας προς τα πίσω. Αλλά και πάλι όλα είναι σχετικά. "Ωραία" σε σχέση με το "σήμερα" ας πούμε; Ασφαλώς. Γιατί ακόμα και στην κατοχή (αναφέρομαι στην παλιά...), υπήρχε μια ελπίδα. Σήμερα δεν υπάρχει ούτε η ελπίδα αυτή, για "μια ελεύθερη ζωή", για "μια καλύτερη ζωή" και πάει λέγοντας...
Δεν χρειάζεται όμως να πάμε τόσο πίσω. Επί δραχμής, ας πούμε, λίγο πριν το ευρώ. Τέτοιες μέρες, κάναμε το κουμάντο μας. Όλο και κάπου θα πηγαίναμε, αλλά δεν το σκεφτόμασταν καθόλου, εκτός από μια εκδρομή να πάμε και σε μια ταβέρνα. Άσε δε που, από τώρα, μέρες Πάσχα, κανονίζαμε τα περί διακοπών του καλοκαιριού. "Ένα μηνιάτικο θα διαθέσω. Άντε δύο μηνιάτικα. Δεν βαριέσαι. Μια ζωή την έχουμε"... Και πάμε, φύγαμε...
Υπήρχε η αίσθηση, η σιγουριά, η πεποίθηση, ότι "έχω δουλειά. Λογικά θα την έχω και αύριο. Παίρνω τόσες δραχμές μισθό; Στη χειρότερη περίπτωση να μου βάλουν μόνο τις νόμιμες αυξήσεις. Αλλά αύξηση θα πάρω"...Και σήμερα λοιπόν, θυμάμαι τη φράση ενός παλιού μου διευθυντή σε μια εφημερίδα που δεν υπάρχει πια, την "Αλλαγή" που όταν του ζήτησα αύξηση γιατί είχα μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα με μια πενηνταριά χιλιάδες δραχμές το μήνα, αυτός μου είπε..."Παιδί μου. Με την κυκλοφορία της εφημερίδος μας, όχι μόνο δεν μπορώ να σου κάνω αύξηση, αλλά κανονικά θα πρέπει να σου κάνω μείωση. Γι αυτό, πήγαινε με το καλό φαντάρος και όταν απολυθείς με το καλό, εδώ θα είμαστε πάλι εμείς"...
Πω, πω, πόσο μπροστά ήταν τελικά ο άνθρωπος! Διότι εγώ τότε έλεγα και ξανάλεγα, "ρε μου είπε ότι κανονικά θα μου κάνει και μείωση. Το ακούσαμε κι αυτό"! Αλήθεια. Τότε, αρχές δεκαετίας του '90, ποιος θα μπορούσε να διανοηθεί καν, ότι θα έφτανε μια εποχή που θα βλέπαμε το μισθό μας να μειώνεται έστω και "μια δραχμή"; Κι όμως. Έχουμε δει πολλά που ούτε τα φανταζόμασταν...
Γι αυτό σας λέω. Αναπολώ τα παιδικά χρόνια, τη μυρωδιά του καλιτσουνιού που μας τρυπούσε τη μύτη, ξυπνώντας με τα αδέλφια, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Τότε είχαμε την προστασία των γονιών, την καθοδήγηση, τις συμβουλές, μια άλλη ζωή στο χωριό, με τις παρέες, τα γέλια, τα αυτοσχέδια βαρελότα, την Άνοιξη που τότε την μύριζες, την ένιωθες και σε τρέλαινε πραγματικά. Εμείς σήμερα, αλλά και τα σημερινά παιδιά, δεν έχουμε χρόνο ούτε την Άνοιξη να μυρίσουμε.
Εγκλωβισμένοι στην βαθύτατη ύπνωση των κινητών τηλεφώνων, της τηλεβλακείας, της ηλεκτρονικής μας ηλιθιότητας, αλλά ταυτόχρονα και ανελεύθεροι, χωρίς μέλλον, χωρίς όνειρα, χωρίς κάτι καλύτερο να περιμένουμε πως θα΄ρθει. Αλλά, εμείς μπορούμε να ξαναφέρουμε την ελπίδα. Ας είναι η Ανάσταση του κάθε ανθρώπου, μία προσωπική του υπόθεση. Ας προσπαθήσουμε να φέρουμε την Ανάσταση στη ζωή μας. Ας ξαναγυρίσουμε πίσω. Τότε που παίζαμε στις αλάνες. Τότε που παίρναμε το άλλο μας μισό και πηγαίναμε για διακοπές, χωρίς να νοιαζόμαστε για το πόσα χρήματα θα δαπανήσουμε, γιατί περιμέναμε έτσι κι αλλιώς ένα καλύτερο αύριο στη ζωή μας.
Καλή Ανάσταση σε σένα, σε μένα, στον άλλο, στον συνάνθρωπο, σε αυτή τη χώρα, σε αυτό τον κόσμο.
Ανάσταση, λοιπόν. Και φύγαμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου