ΚΙΒΩΤΟΣ

...Ταξιδεύοντας στο χρόνο, με φίλους που δεν πρόλαβαν να "μεγαλώσουν"... Και όλο ταξιδεύουμε μαζί, αναζητώντας το Νησί της Ελευθερίας των Ανθρώπων...




Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Ο Λασιθιώτης που απέδρασε από τη χούντα με μια ντακότα

                           






Η ιστορία του άνετα θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο για την τέλεια κινηματογραφική ταινία. Δε συμβαίνει, άλλωστε, κάθε μέρα να ξεκινάει κάποιος βράδυ με μια ντακότα από την Κρήτη, σε περίοδο Χούντας, χωρίς πίνακα οργάνων, να διασχίζει την Τουρκία και να προσγειώνεται μετά από περισσότερες από 7 ώρες πτήσης, χωρίς καμία ενδιάμεση στάση, στη Σοβιετική Ένωση, επί ψυχρού πολέμου.
Αυτή είναι σε πολύ συνοπτικές γραμμές η απίστευτη ιστορία του Μιχάλη Μανιαδάκη, του Λασιθιώτη υποσμηναγού, ο οποίος σε ηλικία 37 ετών, μη αντέχοντας να βλέπει την πατρίδα του να ψυχορραγεί και τους ανωτέρους του να τον υποβάλλουν διαρκώς σε καψώνια, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Ο Μιχάλης Μανιαδάκης γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1933 στο Καλό Χωριό Μεραμπέλου, ένα πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό, περίπου 10 χιλιόμετρα ανατολικά του Αγίου Νικολάου. Τελείωσε τη Σχολή Αεροπορίας (Εκπαιδευτικό Κέντρο Εφέδρων Χειριστών) και μονιμοποιήθηκε στο όπλο. Οι ικανότητές του και η ηθική του ακεραιότητα τον έκαναν γρήγορα να ξεχωρίσει ανάμεσα στους συναδέλφους του.

Στη μαύρη λίστα του καθεστώτος...
Τα βάσανα του Μιχάλη ξεκίνησαν με την επιβολή της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Παρότι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής ή αναρχικός, η αντιαυταρχική του φύση και τα δημοκρατικά του ιδεώδη ήταν αρκετά για να μπει από την πρώτη στιγμή στο "μάτι" των χουντικών. Ο πατέρας του ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ, ωστόσο μετέπειτα στήριζε την Ένωση Κέντρου. Ψηφοφόρος της Ένωσης Κέντρου ήταν και ο ίδιος ο Μιχάλης. Άκουγε όμως και τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Όλα αυτά έφταναν και με το παραπάνω για να μπει στη μαύρη λίστα του καθεστώτος...
Συναντήσαμε τον κ. Μανιαδάκη στο σπίτι του στον Κάμπο (Ίστρον), στο Καλό Χωριό, μαζί με τη γυναίκα του Μαρία και το γιο του Πέτρο. Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ο ιπτάμενος είχε κλείσει τα 82 του χρόνια. Ο Μιχάλης Μανιαδάκης μάς έβαλε ρακή και μεζέ και ξεκίνησε την αφήγησή του...
Η απίστευτη ταλαιπωρία για τον υποσμηναγό ξεκίνησε λίγες μόνο ώρες μετά την επιβολή του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Όταν ο συμπατριώτης του, που εκτελούσε χρέη μοιράρχου, του είπε ότι το βράδυ θα κοιμηθεί στο πάτωμα, αυτός αντέδρασε. Όταν οδηγήθηκε ενώπιον του εκτελούντος χρέη διοικητή, ο τελευταίος τον ρώτησε ρητορικά: «Ξέρεις ότι σε στήνω στα έξι μέτρα και δε δίνω λόγο των πράξεών μου;». Η απάντηση του Μανιαδάκη ήταν άμεση: «Ναι! Οι αξιωματικοί σκοτώνονται αλλά ποτέ δεν εξευτελίζονται», του είπε και την ίδια ώρα κέρδισε μια... πολυήμερη φυλάκιση, η οποία μετέπειτα δικαιολογήθηκε «... λόγω του τεταμένου των ημερών».

Συνεχείς μεταθέσεις
Για σχεδόν δυόμισι χρόνια, ο υποσμηναγός υπομένει δυσμενείς αποσπάσεις και μεταθέσεις: Ελευσίνα, Τανάγρα, Άραξος, Σούδα, Λάρισα και πάλι Σούδα. Εκπαιδεύεται στα συστήματα των τεχνολογικά εξελιγμένων - για τότε - F-104. Λίγο πριν πετάξει, μετατίθεται ξανά, όλως αιφνιδίως... Η μετάθεση αυτή θεωρήθηκε προσβλητική από τον ιπτάμενο, καθώς όλο το προηγούμενο διάστημα είχε καταβάλει τεράστια προσπάθεια για να μάθει το πρωτοποριακό για την εποχή εκείνη αεροπλάνο. Ο κόπος του ανταμείφθηκε - για ακόμη μια φορά - με δυσμενή μετάθεση.
Όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του, «έπρεπε να με εξευτελίσουν και να με ταπεινώσουν δείχνοντάς μου ότι εγώ δεν ήμουν για τα απόρρητα του αεροσκάφους και αυτά της αποστολής του που εγώ εννοείται δεν έπρεπε να τα ξέρω, εφόσον σαν αντιδικτατορικός με χρέωναν με ερωτηματικά εχεμύθειας».
Ο Μανιαδάκης έμεινε στη Σούδα έξι μήνες, μέχρι να τον στείλουν ξανά πίσω στη Λάρισα. Οι συνέπειες των καψωνιών δεν παρέμεναν στα στενά όρια της προσωπικής ζωής του υποσμηναγού: Η νεαρή γυναίκα του, με την οποία είχε παντρευτεί λίγα χρόνια πριν, και με την οποία ήταν πολύ ερωτευμένος, δεν άντεξε. Πέντε μετακομίσεις μέσα σε διάστημα δύο ετών ήταν πάρα πολλές. Όπως περιγράφει ο ίδιος ο Μανιαδάκης στο βιβλίο του, μια φορά έκανε τρεις εβδομάδες να φάει μαζί με τη σύζυγό του στο ίδιο τραπέζι. Ο χωρισμός τους ήταν αναπόφευκτος, αλλά απόλυτα πολιτισμένος.
Ωστόσο, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής για τον Μανιαδάκη ήταν η εντολή για τη μετάθεσή του στη Σχολή Πολέμου στο Τατόι. Το πρωί της 10ης Σεπτεμβρίου του 1970, ο μοίραρχός του τού ανακοινώνει ότι πρέπει να φύγει άμεσα για το Τατόι, προκειμένου να περάσει από εκπαίδευση για 4 με 5 μήνες. Για τη Σχολή Πολέμου είχε προταθεί άλλος ιπτάμενος, ωστόσο ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν, φέρνοντας τον Μανιαδάκη προ αδιεξόδου.

Εξευτελισμός ή δραπέτευση
Ο υποσμηναγός περιγράφει με γλαφυρό τρόπο στο βιβλίο του τα όσα πέρασαν από το μυαλό του τα δευτερόλεπτα που προηγήθηκαν της μεγάλης απόφασης που έμελλε να πάρει: «Πού στο διάολο θα πήγαινε λοιπόν αυτό το βιολί; Ποιο θα ήταν το όφελος; Όλα πέρασαν σαν κινηματογραφική ταινία απ' το μυαλό μου. Δυο σταθμά, δυο μέτρα και πάντα εγώ. Φτάνει πια! Αλλά πώς τερματίζει αυτή η Οδύσσεια; Φυγή. Στο διάβολο κι ακόμη παραπέρα για να αρχίσει η άλλη ιστορία. (...) ήμουν σε μια αηδιαστική κατάσταση, βλαστήμησα την ώρα που γεννήθηκα στον κόσμο αυτό. Αδιέξοδο. Με ποιον να τα βάλω; Ποιον να σκοτώσω για να πάρω πίσω το δίκιο μου; Ένιωθα χαμένος.
Πώς μου πέρασε από το μυαλό, "μα έχω φτερά"! Ένιωσα μια αγαλλίαση. Όλα μέσα μου άλλαξαν. Με έπιασε το πείσμα. Αυτή είναι λύση. Το ντακότα να μπει στη γραμμή. Ναι! Αλλά αν θα δραπετεύσω θα με πουν ρίψασπι. Προδότη θα με πουν. Θα διασύρουν εμένα, την οικογένειά μου, την καταγωγή μου, τους φίλους και συνεργάτες μου... Δεν πρέπει να δραπετεύσω. Αλλά αν μείνω δε θα γλιτώσω ούτε τον εξευτελισμό, ούτε την ταλαιπωρία. Γιατί στη Σχολή Πολέμου, εάν αποδεχόμουν τα παινέματα της χούντας, θα ήταν ο απόλυτος εξευτελισμός μου, τον οποίο περίμεναν και οι ίδιοι. Ότι ενέδωσα. Εάν πάλι κοντράριζα, θα άνοιγαν οι πόρτες των ΕΑΤ-ΕΣΑ για τα γνωστά (από ντροπής ανομολόγητα)».
Ο Μανιαδάκης παίρνει την απόφαση να δραπετεύσει με τη ντακότα. Εξετάζει όλες τις διαθέσιμες επιλογές: Λιβύη, Αίγυπτος, Συρία, Παλαιστίνη, Τουρκία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Ιταλία, Σοβιετική Ένωση. Επικρατεί η τελευταία.

Από τη Σούδα στη... Σεβαστούπολη με μια ντακότα!
Όλη τη μέρα δε λέει τίποτα σε κανέναν. Τηλεφωνά σε όλα του τα αγαπημένα πρόσωπα για να δει αν είναι καλά, αλλά δεν τους αποκαλύπτει το παραμικρό. Το ίδιο βράδυ, ο Μιχάλης ανεβαίνει στην ντακότα και ελέγχει τα καύσιμα του αεροσκάφους. Μαζί του κουβαλά αναψυκτικά, καφέ, μπίρα και πολλά πακέτα τσιγάρα. Το ημερολόγιο έδειχνε 10 Σεπτεμβρίου του 1970.
Ο ιπτάμενος ακούει ένα αεροπλάνο της Ολυμπιακής να βάζει μπρος τις μηχανές για να πετάξει. Αστραπιαία σκέφτεται να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή περίσταση: Θα έθετε σε λειτουργία τους κινητήρες της ντακότας για την απογείωση, την ώρα που οι πιλότοι του σκάφους της Ολυμπιακής θα έκαναν το ίδιο. Με αυτόν τον τρόπο θα απογειωνόταν χωρίς να τον ακούσει κανείς, κι έτσι θα κέρδιζε ένα μικρό, αλλά σεβαστό χρονικό προβάδισμα έναντι... πιθανών διωκτών του.
Ο Μανιαδάκης απογειώνεται τελικά χωρίς να έχει φως στον πίνακα οργάνων της ντακότας. Έτσι, δεν μπορεί να δει καμιά ένδειξη: ούτε πορεία, ούτε στροφές μηχανών, ούτε ύψος, ούτε ταχύτητα. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να φωτίσει με μια φορητή λυχνία το ταμπλό του αεροπλάνου του.
Όπως μας λέει ο ιπτάμενος, την ώρα που απογειωνόταν, ο διοικητής της Στρατιάς Κρήτης πρόσφερε σε επίσημη εκδήλωση τσάι στους διοικητές όλων των Σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων των Χανίων, «μετά των συζύγων των». Όταν, λοιπόν, ο διοικητής της πτέρυγας του αεροδρομίου ενημερώνεται για το ότι έγινε «απαγωγή και απογείωση της ντακότας από άγνωστο για το άγνωστο», επικράτησε χαμός, με αποτέλεσμα η σεμνή τελετή να λάβει άδοξο τέλος.

Η μπλόφα
Φτάνοντας στο ύψος του Ρεθύμνου, ο Μιχάλης ακούει να τον καλούν από τον πύργο της Σούδας. Δεν τους απαντά. Στο ύψος του Ηρακλείου κάνει στροφή προς τα αριστερά. Κρατάει την ίδια κατεύθυνση για 10 με 12 λεπτά. Όπως μας λέει ο ίδιος, εκείνη την ώρα ετοιμάζονταν να τον αναχαιτίσουν. Ωστόσο, η αναχαίτιση ματαιώθηκε όταν κατάλαβαν ότι η ντακότα πηγαίνει προς την Αθήνα... Ξαφνικά στρίβει πάλι ανατολικά και όλοι "τρελαίνονται".
Πλησιάζοντας στη Ρόδο, ενημερώνει τον ελεγκτή για να διασχίσει το αεροδρόμιο του νησιού. «Δεν έχεις σχέδιο πτήσης και δεν επιτρέπεται να συνεχίσεις», ήταν η απάντηση που άκουσε. Ο Μανιαδάκης τού ανταπαντά ξερά να έρθει σε επαφή με το FIR της Άγκυρας και να του δώσει ύψος, για την ασφάλεια των άλλων αεροσκαφών...
Όπως γράφει στο βιβλίο του, ο ίδιος ο αρχηγός τον παρακαλά να προσγειωθεί και τον προειδοποιούν ότι δεν μπορεί να μπει σε ξένο FIR (Τουρκία) γιατί θα τον καταρρίψουν ως άγνωστο στόχο. Όπως πληροφορήθηκε, πολύ αργότερα, εκείνες τις κρίσιμες στιγμές υπήρξε επαφή με τον αρχηγό του ΝΑΤΟ, ονόματι Μουρ, τον οποίοι οι Έλληνες παρακάλεσαν να πείσει τους Τούρκους να τον "ρίξουν". Η δικαιολογία που ειπώθηκε ήταν ότι στην ντακότα πιθανότατα βρίσκονταν απόρρητα έγγραφα και σχέδια που ο Μανιαδάκης θα τα παρέδιδε στους Ρώσους. Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας υπόσχεται να τον "ρίξει". Μετά από λίγο απογειώνονται F-100 για να τον αναχαιτίσουν. Ωστόσο, κανείς δεν ενόχλησε τον Μανιαδάκη, ο οποίος έβλεπε πλέον στα αριστερά του τα φώτα της Σμύρνης.

«Θάλαττα, θάλαττα!»
Ο Μιχάλης σκόπευε να περάσει από τη μέση της απόστασης Άγκυρας-Κωνσταντινούπολης, ούτως ώστε να βρίσκεται εκτός εμβέλειας των πυραύλων βεληνεκούς 60 μιλίων, που ήταν εγκατεστημένοι μόνο στις δύο αυτές πόλεις. Αφιόν Καραχισάρ, Εσκί Σεχίρ και ο υποσμηναγός συνεχίζει ακάθεκτος... Βλέποντας τη Μαύρη Θάλασσα, αναφωνεί «Θάλαττα, θάλαττα»! Η ανακούφισή του όταν είδε τη θάλασσα ήταν μεγάλη, καθώς, όπως μας είπε, δεν αντιμετώπιζε πλέον κινδύνους, είτε εναέριους είτε επίγειους.
Η ξαφνική αίσθηση ανακούφισης που τον πλημμύρισε παραλίγο να του στοιχίσει ακριβά: Μόλις χαλάρωσε, η τρομερή σωματική, ψυχική και πνευματική εξάντληση που είχε συσσωρευτεί μέσα του είχε ως αποτέλεσμα να τον πάρει ο ύπνος. Το διαπιστώνει έντρομος λίγες στιγμές μετά. Για να επανέλθει σε κατάσταση εγρήγορσης, χειρίζεται άτσαλα το αεροσκάφος του, ούτως ώστε να κουνηθεί απότομα και να ξυπνήσει.
Ο Μανιαδάκης περνάει τη Σινώπη και πίνει δυο γουλιές καφέ, οι οποίες τον βοηθούν να συνέλθει. Μερικά μίλια πριν φτάσει στη Σεβαστούπολη, αντιλαμβάνεται ένα σοβιετικό MIG να του κάνει σήμα να τον ακολουθήσει. Ο Μιχάλης δεν τον ακούει. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο κι επιχειρώντας να προσγειωθεί, βρίσκεται μπροστά από μια σιδεροκατασκευή, την οποία και αποφεύγει τελευταία στιγμή. Αυτός ήταν ο λόγος που, όπως μας είπε, του έκανε νωρίτερα σήμα το MIG. Ενώ τα κατάφερε στα δύσκολα, πήγε να την "πατήσει" άσχημα λίγο πριν την προσγείωση...

Η προσγείωση
Τελικά ο ιπτάμενος προσγειώνεται στη Σεβαστούπολη. Το ταξίδι του είχε διαρκέσει ένα τέταρτο παραπάνω από τις 7 ώρες που είχε υπολογίσει... Ανάβει τσιγάρο. Είχε να καπνίσει από την... Ελλάδα. Κόντευε πλέον να ξημερώσει. Μετά από λίγη ώρα αναμονής, μερικοί Ρώσοι αξιωματικοί και φαντάροι τον πλησιάζουν. Τον χαιρετούν με εμφανή περιέργεια. Ο Μανιαδάκης ανταποδίδει το χαιρετισμό και - σε ένδειξη καλής πρόθεσης - τους παραδίδει το πιστόλι και το μαχαίρι πτήσεων, που κρατούσε μαζί του. Οι Ρώσοι ψάχνουν - εις μάτην - να βρουν «πού είναι κρυμμένοι οι υπόλοιποι που πέταξαν μαζί του». Όπως περιγράφει και στο βιβλίο του "Απόδραση, D-621" ο Μανιαδάκης, κανείς τους δεν πίστευε ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει κάνει μόνος του όλο αυτό το ταξίδι.
Η αλήθεια είναι ότι το κατόρθωμά του ήταν απίστευτο: Κάποιοι χουντικοί τον έβγαλαν τρελό. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι ήταν μεθυσμένος. Όπως και να 'χει, οι δικτάτορες προσπάθησαν να υποβαθμίσουν το συμβάν και έκαναν τα πάντα για να το αποκρύψουν από τον Τύπο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο υπάρχουν ελάχιστες αναφορές για το συμβάν στα ΜΜΕ της εποχής. Ωστόσο, για τον κόσμο και φυσικά για τους ίδιους του τους συναδέλφους, είχε πετύχει το μέγιστο αεροπορικό άθλο: Είχε ταξιδέψει, με τόσες αντιξοότητες, από τη Σούδα στη... Σεβαστούπολη!
Στη Σεβαστούπολη, ο Μανιαδάκης ζητά να εγκριθεί η παραμονή του στη Σοβιετική Ένωση. Ιδού το αίτημά του προς τον - τότε - ηγέτη της, Μπρέζνιεφ.
«Προς τον Λεωνίδα Μπρέζνιεφ,
Παράκληση στον πρόεδρο του ανώτατου Σοβιέτ, Λεωνίδα Μπρέζνιεφ, καταθέτοντας ότι, επειδή η δικτατορία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, την πατρίδα μου, έχει εξαπολύσει σε σημείο τρόμου διώξεις και φοβερές ταπεινώσεις, που σε μένα τουλάχιστον δεν άρεσαν από την αρχή, για να σώσω τον εαυτό μου και για να διαδηλώσω σε όλον τον κόσμο ότι πρέπει να αγωνιστεί κατά της δικτατορίας χάριν της δημοκρατίας, παρακαλώ να με δεχτείτε να ΠΑΡΑΜΕΙΝΩ στον υπερήφανο τόπο σας».
Η αίτηση του Μιχάλη απορρίφθηκε. Μαζί με την απόρριψη, ωστόσο, υπήρξε η εισήγηση να ζητήσει πολιτικό άσυλο. Στη δεύτερη αναφορά του, λοιπόν, ο Μανιαδάκης αιτήθηκε πολιτικού ασύλου, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο παρέμεινε στη Σεβαστούπολη, μετέβη στην Οδησσό. Από την Οδησσό, ταξίδεψε για την πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, την Τασκένδη. Εκεί έμελλε να μείνει για έξι ολόκληρα χρόνια...

Τασκένδη
Στην Τασκένδη παρέμεναν εκτοπισμένοι χιλιάδες Έλληνες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν κομμουνιστές-πολιτικοί πρόσφυγες. Να πώς μεταφέρει ο Μιχάλης στο βιβλίο του την περίφημη διαμάχη των μελών του ΚΚΕ που εκείνη την περίοδο ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα: σε αυτούς που ήταν υπέρ του πρώην γραμματέα του κόμματος, Νίκου Ζαχαριάδη, και σε αυτούς που ήταν κατά. «Αρπάχτηκαν μεταξύ τους οι Ζαχαριαδικοί και οι μη και, για να σταματήσει η συμπλοκή, μπήκε στη μέση ο σοβιετικός στρατός και σβήστηκαν από το κόμμα 5.000 μέλη του ΚΚΕ Τασκένδης (...)».
Μετά από ένα χρόνο παραμονής στην Τασκένδη, χορηγήθηκε στον Μανιαδάκη κανονικό πάσο και πλέον ήταν ελεύθερος, όπως κάθε σοβιετικός πολίτης, να ταξιδέψει ανεμπόδιστα στη χώρα. Έμαθε τη ρωσική γλώσσα και ξεκίνησε - έπειτα από προτροπές των ντόπιων - σπουδές στην αγγλική φιλολογία. Ωστόσο, οι σπουδές του δεν του άρεσαν, με αποτέλεσμα να τις παρατήσει και να γίνει οικοδόμος. Τα έξι χρόνια που έζησε στην Τασκένδη πέρασαν με τη μεγάλη νοσταλγία της πατρίδας και την ασίγαστη επιθυμία της επιστροφής.

Το τετ-α-τετ με τον Παπαδόπουλο
Όταν έπεσε η χούντα, πολλοί θα περίμεναν ότι ο Μιχάλης θα μπορούσε εύκολα να επαναπατριστεί. Η πραγματικότητα όμως έδειξε το αντίθετο: Κάποιοι τον πληροφορούν ότι βρίσκεται στη λίστα με τους πολιτικούς πρόσφυγες, οι οποίοι, όπως είχε συμφωνηθεί, δε θα επέστρεφαν ποτέ στην Ελλάδα. Ο υποσμηναγός απογοητεύεται και αρχίζει να σκέφτεται ξανά σοβαρά να δραπετεύσει... Με τα πολλά, την άνοιξη του 1976, η ελληνική πρεσβεία της Μόσχας ειδοποιείται για να προωθήσει τον επαναπατρισμό του. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παίρνει στα χέρια του το πολυπόθητο διαβατήριο...
Λίγες μόνο εβδομάδες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις 8 Δεκεμβρίου του '76, ο Μανιαδάκης περνά από αεροδικείο. Εκεί, έξι συνάδελφοί του καταθέτουν ότι δεν ήταν κομμουνιστής αλλά απλός ψηφοφόρος της Ένωσης Κέντρου κι ότι κακώς τέθηκε υπό διωγμό από την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος. «Στο δικαστήριο, που διήρκεσε πάνω από 5 ώρες, ο δικηγόρος-βουλευτής και υπουργός, ο ξακουστός Γιαννόπουλος (τότε πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου) χαρακτήρισε το δικαστήριο αναρμόδιο να δικάσει εμένα, που όταν εγώ ήμουν ξενιτεμένος για αντιδικτατορικό αγώνα αυτοί υπηρετούσαν τη δικτατορία», γράφει στο βιβλίο του ο υποσμηναγός. Το Αεροδικείο τελικά τον αθώωσε για τη λιποταξία, αλλά τον έκρινε ένοχο για την «απόρρητη συσκευή IFF», με το σκεπτικό ότι ίσως έλαβαν γνώση γι' αυτή οι Σοβιετικοί. Γι' αυτήν την πράξη καταδικάστηκε σε 10μηνη φυλάκιση, ωστόσο αθωώθηκε από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο λίγους μήνες μετά.
Μέχρι τη θρυλική του απόδραση, ο Μανιαδάκης είχε την... ατυχία να συναντήσει δύο φορές από κοντά το δικτάτορα Παπαδόπουλο. Το πρωί της 31ης Δεκεμβρίου του 1967, ο δικτάτορας βρέθηκε στη Λέσχη της Ελευσίνας για να «πει τα ακαταλαβίστικά του "ημείς, ημών, υμάς", χωρίς να δικαιολογήσει έστω και με μια έστω πορνοειδή δικαιολογία όλα τα αδικαιολόγητα». «Για όλη αυτήν την αθλιότητα δεν είπε τίποτα, ούτε μνεία, ούτε εξήγηση. Έλεγε κουβέντες, κάτι σαν θεωρίες άσχετες, φιλοσοφικές ασυναρτησίες, έννοιες και φράσεις χωρίς σύνδεση. Όλοι τρίζανε τα δόντια και άλλοι έσφιγγαν και τους λαιμοδέτες τους για να μη βγουν οι βρισιές απόξω και βρουν το διάολό τους. Με τα μάτια πεταμένα έξω και τα σάλια του να κάνουν κλωστές στα χείλη του, κυριολεκτικά σαν μαστουρωμένος, μας χαιρέτησε διά χειραψίας όλους έναν-έναν και έφυγε χωρίς να ρωτήσει αν είχε κάποιος καμιά ερώτηση», περιγράφει τη μια από τις δύο συναντήσεις του με τον Παπαδόπουλο ο ιπτάμενος.

Η αποστρατεία και η ενασχόληση με τα κοινά
Τελικά, ο Μανιαδάκης αποστρατεύεται και συνταξιοδοτείται ως σμηναγός βάσει του φύλλου διακοπής μισθοδοσίας που είχε πάρει για τη μετάθεσή του στη Σχολή Πολέμου στο Τατόι, πριν αυτοεξοριστεί στη Σοβιετική Ένωση. Εργάζεται για έξι χρόνια σε αεροψεκασμούς έχοντας ενεργοποιήσει το πολιτικό δίπλωμα πτήσεων που κατείχε, και παντρεύεται τη γειτόνισσά του Μαρία Καφετζάκη. Το 1982, οι περισσότεροι από 1.000 ψηφοφόροι του Καλού Χωριού Αγίου Νικολάου τον εξέλεξαν πρόεδρο της κοινότητας. Στη θέση αυτή παρέμεινε για τέσσερις συναπτές θητείες.
Ο Μανιαδάκης παραιτήθηκε τελικά από τα καθήκοντά του, μετά τις "καποδιστριακές" συνενώσεις, καθώς, όπως μας λέει, δεν ήθελε να ζητιανεύει «χρήματα για την κοινότητά» του.
Στο αγαπημένο του Καλό Χωριό ζει μέχρι σήμερα, μαζί με τη σύζυγό του Μαρία και το γιο του Πέτρο.
Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δούμε τι σκέφτεται ο Μιχάλης Μανιαδάκης για το μέλλον της χώρας του... «Αν δεν εξοστρακιστούμε από την Ευρώπη, θα μείνουμε εσαεί στενάζοντες υπόδουλοι τεμενατζήδες των αφεντάδων, αφού η ένδεια, η καταπίεση και τα χρέη μάς κατάντησαν τριτοκοσμικούς συγγενείς των οποιωνδήποτε, ύστερα από τη χουντοκαπιταλιστική αστική δημοκρατία που μας εγκατέστησαν οι αθλιότητές τους. Η ιστορία του Ελληνικού Έθνους θα τους καταμαυρίσει κάποτε. Τώρα, όμως, τι γίνεται; Δεν μπορώ να προβλέψω πώς και πού θα καταλήξουμε. Τέτοια δημοκρατία δεν την αποδέχεται κανείς και ειδικά εγώ φαρμακώνομαι, ύστερα από την τόση μου προσπάθεια κατά της δικτατορίας, να καταλήξουμε σε τέτοιο χάλι που το μυαλό κανενός Έλληνα δε στοχαζόταν ποτέ», γράφει, μεταξύ άλλων, στο τέλος του βιβλίου του.
Το παρόν κείμενο δε θα μπορούσε να τελειώσει παρά με τον ίδιο τρόπο που "κλείνει" και το βιβλίο του Μιχάλη Μανιαδάκη:
«Άλλος κοιτάζει το γκρεμό και τον επιάνει ζάλη
Κι άλλος στην άκρη του γκρεμού χορεύει πεντοζάλη».


Ρεπορτάζ: Νικόλας Αγγελίνος

Δεν υπάρχουν σχόλια: