ΚΙΒΩΤΟΣ

...Ταξιδεύοντας στο χρόνο, με φίλους που δεν πρόλαβαν να "μεγαλώσουν"... Και όλο ταξιδεύουμε μαζί, αναζητώντας το Νησί της Ελευθερίας των Ανθρώπων...




Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Επιτάφιος...(ΒΙΝΤΕΟ)

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.

Πού πέταξε τ' αγόρι μου
πού πήγε, πού μ' αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.



"ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ" Α' ΜΈΡΟΣ,1964.
1. Που πέταξε τ' αγόρι μου, 
2. Χείλι μου μοσχομύριστο,
3. Μέρα Μαγιού.
Μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ερμηνεία του
Γρηγόρη Μπιθικώτση (Δεύτερη φωνή η Καίτη Θύμη).
Ο " ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ" είναι η σημαντικότερη ίσως στιγμή στην ιστορία του Ελληνικού τραγουδιού. 

ΠΟΥ ΠΕΤΑΞΕ Τ' ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου
καρδούλα της καρδιάς μου
πουλάκι της φτωχιάς αυλής
ανθέ της ερημιάς μου.


Πού πέταξε τ' αγόρι μου
πού πήγε, πού μ' αφήνει.
Χωρίς πουλάκι το κλουβί
χωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου
και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς
τα που πικρά σου λέω.
ΧΕΙΛΙ ΜΟΥ ΜΟΣΚΟΜΥΡΙΣΤΟ
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους 
τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα 
και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο 
και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου 
κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους 
αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού και πάσκιζα 
μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο 
που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα 
κι αηδόνια φτερουγίζαν.
(Στήθια πλατιά σαν τα στρωτά 
φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε 
κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες 
κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν 
το δείλι απ' τα μπαλκόνια.
Και γώ, μη μου βασκάνουνε, 
λεβέντη μου τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό 
με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο 
κ' ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη 
πως μπόραε να σε χάσω;)
Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση δεν έχουν μελοποιηθεί.
ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιε που αγάπαγες
κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή
γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά
τα ωραία θα ειν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε
το φέγγος κι η φωτιά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: