"Το σφυρί, το πηλοφόρι, το μυστρί"... Τα έπαιρνε και τράβαγε για την οικοδομή. Άφηνε τα θρανία της δευτέρας γυμνασίου και το διάβασμα και ανέβαινε στη σκαλωσιά, χωρίς να φοβηθεί τη δουλειά, που στα 18 του την είχε πλέον μάθει και δούλευε κανονικά. Ούτε την κούραση υπολόγιζε τότε, ούτε τη βλάβη στον οργανισμό από τα τσιμέντα και τα άλλα χημικά, που ευθύνονται για την αναπηρία των περισσότερων συνταξιούχων οικοδόμων.
Ο Γιώργος Λαμπράκης μάς ταξίδεψε χθες στα γεγονότα προηγούμενων δεκαετιών, στις λεγόμενες "χρυσές εποχές για την οικοδομή", ενώ βουρκώνοντας μας μίλησε για την εξέλιξη της δουλειάς, του μεροκάματου και της ασφάλισης από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και σήμερα, κάνοντας λόγο για «κατάντια», που δε θα περίμενε κανείς παλιότερα ότι θα έβλεπε να συμβαίνει!
Μια ζωή στα συλλαλητήρια, στις αίθουσες των συνελεύσεων των οικοδόμων και γενικά των εργατών, θυμάται ο κυρ Γιώργος ότι υπήρχε πολύ κυνηγητό από τα "όργανα της τάξης" μέχρι και το 1982. Αλλά ο κλάδος των οικοδόμων ήταν τόσο ισχυρός, που τόσο η Χούντα όσο και οι κυβερνήσεις από τη μεταπολίτευση και μετά τον αντιμετώπιζαν με δέος, υποχωρώντας πολλές φορές απέναντι στις διεκδικήσεις του, γιατί ήξεραν ότι με τους οικοδόμους δεν μπορούσαν να τα βάλουν εύκολα.
«Χρόνια οικοδομής»
Αλλά πέρα από τα "πέτρινα χρόνια", που ο ίδιος πριν περάσει στο ΠΑΣΟΚ ως συνδικαλιστής της ΕΣΑΚ (ΚΚΕ) τότε τα έζησε από πολύ κοντά, ο Γιώργος Λαμπράκης μας μίλησε και για τα «καλά χρόνια της οικοδομής».
«Εγώ μπήκα στη δουλειά στη δευτέρα γυμνασίου. Ήταν το 1964. Μπήκα μαθητής. Στα 18 μου είχα μάθει τη δουλειά. Δούλευα κανονικά τεχνίτης από το 1967. Από το 1960 η πιο βαριά βιομηχανία που είχε η Ελλάδα ήταν η οικοδομή. Και ιδιαίτερα από το 1970, όταν άρχισαν οι αντιπαροχές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Ηράκλειο, η οικοδομή συντηρούσε 180 επαγγέλματα, χωρίς τους εξωγενείς»...
Ως εξωγενείς, ο κ. Λαμπράκης αναφέρει τους μαθητές των γυμνασίων τα καλοκαίρια που έκλειναν τα σχολεία, φοιτητές που "έκαναν" χαρτζιλίκι από την οικοδομή αλλά και τους ξενοδοχοϋπαλλήλους που, κλείνοντας τα ξενοδοχεία, απασχολούνταν στην οικοδομή. «Και οι εργολάβοι προτιμούσαν τους ξενοδοχοϋπαλλήλους, διότι επιδοτούνταν από τον ΟΑΕΔ και δεν είχαν την υποχρέωση το χειμώνα να τους βάλουν ένσημα, απασχολώντας τους στην οικοδομή. Συνήθως οι μεγάλοι εργολάβοι εκμεταλλεύονταν αυτό το προνόμιο», θυμάται ο παλαίμαχος συνδικαλιστής.
«Όποιος ήθελε να "κάνει" χαρτζιλίκι έλεγε... "πού θα πάμε, στην οικοδομή". Ήταν δηλαδή η καλύτερη δουλειά», λέει παρακάτω.
Σκληρή δουλειά
Στο ερώτημά μας για τη δουλειά αυτή εκείνα τα χρόνια, ο κυρ Γιώργος θυμάται... «Αντέχαμε. Γιατί τότε ήταν οι κλιματολογικές συνθήκες τέτοιες που δεν είχαμε τότε αρρώστιες από τη διατροφή, για παράδειγμα. Αλλά αργότερα μας έβγαιναν τα προβλήματα από τα χημικά που χρησιμοποιούμε στην οικοδομή. Το τσιμέντο. Τα διαλυτικά που βάζουμε για να αραιώσουμε το χρώμα και όλα αυτά, με συνέπεια το μεγαλύτερο ποσοστό των συνταξιούχων οικοδόμων να είναι με αναπηρική σύνταξη λόγω αρρώστιας». Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά τα χημικά. «Από το 1960 μέχρι το 1990 τα περισσότερα δημόσια κτήρια είχαν αμίαντο. Και όπως γνωρίζουμε, ο αμίαντος είναι καρκινογόνος. Και βλέπουμε το παράδοξο οι οικοδόμοι να είναι κανονικοί συνταξιούχοι μόνο σε ένα 10 με 20% και οι άλλοι να έχουν βγει στη σύνταξη με συντάξεις αναπηρίας», λέει χαρακτηριστικά.
Ο Γιώργος Λαμπράκης μας ταξιδεύει στις λεγόμενες "χρυσές εποχές για την οικοδομή" ενώ βουρκώνοντας μας μίλησε για την εξέλιξη της δουλειάς, του μεροκάματου και της ασφάλισης, κάνοντας λόγο για κατάντια
Εργατικά ατυχήματα
Αλλά μέχρι και το 1985 οι εργάτες στις οικοδομές, εργατοτεχνίτες, βοηθοί και μαθητευόμενοι, μπορούσαν να πάνε στη δουλειά με... σαγιονάρες! «Μόνο από το 1985 και μετά άρχισαν τα μέτρα προστασίας να είναι υποχρεωτικά. Μέχρι τότε δεν υπήρχε ούτε μηχανισμός ελεγκτικός να ελέγχει τα μέτρα προστασίας. Αποτέλεσμα, να πηγαίνουμε στην οικοδομή με τη σαγιονάρα, αν και ήταν γεμάτη από καρφιά. Μετά άρχισαν και μας υποχρέωναν να βάζουμε άρβυλα, να βάζουμε κράνη, να βάζουμε ζώνες ασφαλείας... Αυτά όλα άρχισαν από το 1985, παρά το γεγονός ότι στο βωμό του "πώς θα οικονομήσουμε περισσότερα", ειδικά οι εργολάβοι, δεν τα τηρούσαν όσο θα έπρεπε», προσθέτει ο Γιώργος Λαμπράκης. «Και εκεί έχει ευθύνη και το κράτος, που από τότε δεν είχε προβλέψει στην έκδοση αδείας να υπάρχει ο επιβλέπων μηχανικός που θα φέρει την ευθύνη για τα μέτρα ασφαλείας»...
Έβαζαν μέσο για να βρουν τεχνίτες… «Δίνω τόσα»
Όταν ξεκίνησε η μεγάλη οικοδόμηση της Αθήνας, έφευγαν οι οικοδόμοι από το Ηράκλειο και πήγαιναν στην Αθήνα για να βρουν μεροκάματο. Ο Γιώργος Λαμπράκης θυμάται: «Καθόμασταν στο "Μέγα Αλέξανδρο", το περίφημο καφενείο της Ομόνοιας, και στην πλατεία Κοτζιά και πίναμε καφέ. Και θυμάμαι το 1970 μέχρι και το 1974 να έρχονται οι εργολάβοι να ψάχνουν να βρουν εργατοτεχνίτες. Και έβλεπες το παράδοξο να έχει την τσάντα δίπλα και να έχει έξω γραμμένη την τιμή του ημερομισθίου. Και έγραφε και δίπλα «αν σου αρέσει, αλλιώς να μη με απασχολήσεις»! Και έβαζαν και μέσον οι εργολάβοι την εποχή εκείνη για να βρουν τεχνίτες. Γιατί την εποχή εκείνη δεν είχαν ξένους μετανάστες. Ήταν καθαρά όλοι Έλληνες».
Βέβαια, τότε υπήρξε "έκρηξη" οικοδομής και στα αυθαίρετα. Μάλιστα, ο πιο καλός "σιδεράς" ήταν εκείνος που το χέρι του δούλευε σαν "τανάλια". Και "σιδέρωνε" την οικοδομή πολύ γρήγορα για να μην προλάβει η Αστυνομία να πάρει χαμπάρι την αυθαίρετη εργασία. Όταν κάποιες φορές κατέφτανε η Αστυνομία, ο "σιδεράς" πηδούσε σε ύψος δύο-τριών μέτρων από την ταράτσα της οικοδομής και γινόταν καπνός...
Η εποχή των παχιών αγελάδων: «Ποιες προσφορές;»
Ο Γιώργος Λαμπράκης θυμάται ότι τα μεγαλύτερα θύματα την περίοδο της δεκαετίας του '70 στις αυθαίρετες οικοδομές ήταν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες. «Δεν τολμούσες τότε να πας σε έναν εργολάβο και να μην του δώσεις τη δουλειά. Αν έπαιρνες προσφορές, τότε οι προηγούμενοι εργολάβοι, που δεν είχες βάλει, δε σε άφηναν να χτίσεις. Κάθε τρεις και λίγο ερχόταν το "100", μόλις άρχιζε η δουλειά»!
Οι εποχές που χαρακτηρίζονταν για τους οικοδόμους ως "εποχές των παχιών αγελάδων" άρχισαν μετά τη μεταπολίτευση. «Ήταν η μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, την υποτίθεται δημοκρατία. Ειδικά ο κόσμος που ζούσε σε αγροτικές περιοχές, μόλις έπεσαν τα λεφτά από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, ερχόταν στις πόλεις και έχτιζε σπίτια για τα παιδιά τους. Θυμάμαι περίοδο που δουλεύαμε στην οικοδομή μέχρι τις 3-4 το πρωί! Και εκεί ήταν και η καταστροφή των πόλεων, γιατί τα κάναμε όλα μπετόν. Να μην αφήσουμε πράσινο, να μην αφήσουμε χώρο, ούτε για εκκλησία, ούτε για πάρκο, ούτε για δρόμο, ούτε για σχολείο. Και βλέπουμε τώρα τα αποτελέσματα με τους δυνατούς σεισμούς, να κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή, αφού δεν έχουμε διαφυγή από πουθενά», λέει χαρακτηριστικά.
Δυνατός συνδικαλισμός
Ο Γιώργος Λαμπράκης θυμάται όμως, επίσης, ότι λόγω της αγανάκτησης του κόσμου μετά την επτάχρονη δικτατορία οι Έλληνες κατέφευγαν στα σωματεία τους για να βρουν λύσεις. «Και αν το δούμε συνδικαλιστικά, ο κλάδος μας κέρδισε πολλά από εκείνη την περίοδο. Για παράδειγμα, κερδίσαμε το πενθήμερο, που συνοδευόταν με 20% στα ένσημα. Πήρε κάποια προνόμια ο κλάδος, όχι γιατί τον αγαπούσαν. Τον φοβόντουσαν. Όλες οι κυβερνήσεις μας φοβόντουσαν, κάτι που δεν ισχύει σήμερα, γιατί έχει χαθεί η αξιοπιστία των ίδιων των συνδικαλιστών και των οργανώσεών τους. Και δεν μπορούμε πια να πείσουμε τους εργαζόμενους να οργανωθούν στα σωματεία τους για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους»...
Στο σημείο αυτό κάνει λόγο για κυνηγητά που έληξαν το 1982. «Κάναμε συνελεύσεις και λέγαμε πως όποιοι δεν είναι οικοδόμοι να αποχωρήσουν απ' την αίθουσα. Και το λέγαμε αυτό, διότι είχαμε πάντα ασφαλίτες με πολιτικά, που μετά το πέρας της συνέλευσης ειδοποιούσαν τους συνδικαλιστές να παρουσιαστούν στο πλησιέστερο Αστυνομικό Τμήμα»!
Διαμαρτυρία: Το χτίσιμο του ΙΚΑ... στη Ν. Αλικαρνασσό
Και βέβαια, δεν μπορούσε να μην αποτελεί σταθμός στην πορεία του Γιώργου Λαμπράκη η χρονιά του 2002, όταν συμμετείχε στην κίνηση διαμαρτυρίας με τον τότε πρόεδρο του ΕΚΗ Γιώργο Σκουλατάκη, να χτίσουν τοιχίο κλείνοντας συμβολικά την είσοδο του ΙΚΑ στη "Ν. Αλικαρνασσό.
Γελώντας, ο κ. Λαμπράκης λέει ότι τότε οι χτίστες και ο πρόεδρος του ΕΚΗ παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της ανέγερσης τοιχίου χωρίς... άδεια οικοδομής! «Το τραγελαφικό της υπόθεσης είναι ότι το ίδιο το κτήριο του ΙΚΑ Ν. Αλικαρνασσού ήταν... αυθαίρετο»...
Η κατρακύλα
Έχει πολύ μεγάλη σημασία η ενημέρωση που μας έγινε από τον παλαίμαχο οικοδόμο-συνδικαλιστή για την πορεία των μεροκάματων και των ενσήμων των οικοδόμων από το 1960 μέχρι και σήμερα. Συγκεκριμένα, το 1960 ο εργατοτεχνίτης έπαιρνε μεροκάματο από 140 έως 150 δραχμές. Και 80 δραχμές ο ανειδίκευτος εργάτης. Μία απότομη αύξηση σημειώνεται το 1970, όταν τα μεροκάματα κυμαίνονταν από 500 έως 700 δραχμές και από 300 έως 350 δραχμές στον ανειδίκευτο εργάτη.
Και το 1980 το μεροκάματο διαμορφώνεται στις 1.500 δραχμές στον εργατοτεχνίτη και 1.000 δραχμές στον ανειδίκευτο εργάτη. Από το 1985 και μετά έχουμε αύξηση του μεροκάματου μέχρι και το 1995 γύρω στις 15.000 δραχμές με τριετίες για τον εργατοτεχνίτη και γύρω στις 10.000 δραχμές στον ανειδίκευτο εργάτη.
Τα μεροκάματα αυτά ισχύουν μέχρι και το 1999, ενώ το 2000 το μεροκάματο έφτασε τις 17.000 δραχμές. Όταν λοιπόν μπήκαμε στην ευρωζώνη, άρχισε η μεγάλη πτώση του μεροκάματου των οικοδόμων. Έτσι ο εργατοτεχνίτης με 4-5 τριετίες βλέπει ξαφνικά το μεροκάματο να πέφτει στα 40-60 ευρώ και ο ανειδίκευτος στα 30-35 ευρώ τη μέρα. Και η μεγαλύτερη κατρακύλα αρχίζει μετά το 2009, οπότε και τα μεροκάματα διαμορφώνονται μόλις στα 35 ευρώ (στην καλύτερη περίπτωση) για τον εργατοτεχνίτη και πιο κάτω για τον ανειδίκευτο εργάτη, αφού πλέον υπογράφονται για το χώρο της οικοδομής ατομικές συμβάσεις.
Αλλά και στα ένσημα... Όπως λέει ο κ. Λαμπράκης, το ένα ένσημο στην οικοδομή στην περίοδο 1990-2002 ήταν στα 88 ευρώ (αν μιλήσουμε με ευρώ). Και στα 46 ευρώ του βοηθού. Και στα 40 ευρώ του ανειδίκευτου εργάτη. Και τώρα το ένσημο δεν ξεπερνά τα 36 ευρώ για ασφαλισμένο με 7 τριετίες ο εργατοτεχνίτης, και ο ανειδίκευτος εργάτης όπως και ο βοηθός έχει ένσημο μόλις 22 ευρώ.
«Μέχρι να μπούμε στο ευρώ», όπως λέει, «παίρναμε 15 και 17 χιλιάρικα. Και ήρθε το ευρώ και όταν κάναμε τη μετατροπή από δραχμές σε ευρώ ευνοήθηκαν πάλι οι μεγαλοεργολάβοι, οι μάντρες των οικοδομικών υλικών κ.λπ. Ο εργατοτεχνίτης στην καλύτερη περίπτωση να έπαιρνε 40 ευρώ μεροκάματο»!
(ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ - ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΝΕΑ ΚΡΗΤΗ" - ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015)